ατλάζι

ατλάζι
το
στιλπνό ύφασμα ολομέταξο ή συνυφασμένο με μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι (οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν ολοσηρικό ή σηρικό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) atlas].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατλάζι — το ιού, πληθ. ια (λ. αραβ.), είδος γυαλιστερού μεταξωτού υφάσματος (σατέν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτνίν — και κοτνί, τὸ (Μ) 1. βαμβακερό ύφασμα, ατλάζι 2. συνεκδ. μεσοφόρι, αντερί από ατλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kutnu] …   Dictionary of Greek

  • ατλαζένιος — α, ο και ατλαζωτός, ή, ό ο κατασκευασμένος από ατλάζι …   Dictionary of Greek

  • λειοσηρικό — το είδος στιλπνού και λείου μεταξωτού υφάσματος, το ατλάζι, αλλ. ολοσηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σηρικό (< σήρ, ηρός «μεταξοσκώληκας»)] …   Dictionary of Greek

  • atlaz — ATLÁZ, atlazuri, s.n. Ţesătură pentru căptuşeli şi feţe de plapumă, mai groasă decât satinul, lucioasă pe o singură faţă. [var.: atlás s.n.] – Din tc. atlas. Trimis de Alex, 27.11.2007. Sursa: DEX 98  atláz (ţesătură) s. n. (sil. tlaz),… …   Dicționar Român

  • ατλαζένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι από ατλάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”